Saturday, February 25, 2006

Ούτε ο κούκος,ni une hirondelle

Τις λίγες μέρες που κατέβαινε ο αδερφός μου από τη Θεσσαλονίκη,όπου σπούδαζε,τις αφιέρωνε σ'αυτήν την πόλη που σαν μια ερωμένη την οποία εγκατέλειψες,εξακολουθεί να σε περιμένει για να σου χαρίσει όλη τη θέρμη της στοργής της όταν επιστρέψεις.Και θυμάμαι πάντα να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στους άγνωστους γεωπόνους για τη σοφία τους.Αυτή που τους οδήγησε να ρίξουν στο αττικό χώμα,τους σπόρους της νεραντζιάς.
Τους ευχαριστώ και εγώ γιατί είναι το μεθυστικό άρωμα των ανθών της που μου φέρνει την Άνοιξη.Η ντελικάτη ευωδιά κάνει τη μύτη μου να τρελαίνεται τις βραδινές ώρες,καθώς μπορώ πια να ξεχνιέμαι στο μπαλκόνι,κοιτάζοντας όλους αυτούς που έκρυβαν οι κατεβασμένες γρίλλιες,ακούγοντας καθαρά τα χαρούμενα γέλια,τα λουσμένα από τις φωταψίες.
Είναι το ίδιο άρωμα που συντροφεύει τις βόλτες μου με το ποδήλατο καθώς ένα μεγάλο κομμάτι του ουρανού ανοίγεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου για να μου θυμίσει πόσο αγαπώ αυτή την πόλη.
Με έχει κουράσει το κλείσιμο στο καβούκι τους τελευταίους μήνες.Η μόνη παρέα μου,τα βαριά ρούχα,τα τραγούδια και κάποια βιβλία.Οι φίλοι μου,δηλαδή,που φοράω κατάσαρκα ή στη ψυχή.
Άντε λοιπόν,καλώς να κοπιάσει ξανά η Άνοιξη.Να γλυκάνουμε λίγο.
Να ερωτευτούμε και πάλι.

Thursday, February 23, 2006

Ηθοποιός σημαίνει φως;

Όσοι από εμάς κάνανε συστηματικές κοπάνες απ'το φροντιστήριο των συγχρωτισμών,προδιδόμαστε αργότερα στις κοινωνικές συναναστροφές.Εάν και εφόσον ετεροκαθοριζόμαστε,αν είναι η κρίση των τρίτων που έχει σημασία,τότε η γνώση των ξεσκολισμένων θα ήταν χρήσιμη σ'αυτό το σημείο.
Αισθάνομαι πως η αναγνώριση και η παραδοχή των άλλων ως ζητούμενο,σηματοδοτούν το χτύπημα της κλακέτας για να ξεδιπλωθεί παραχρήμα το υφέρπον υποκριτικό μας ταλέντο.Θεατρινισμοί,φληναφήματα,φενακισμοί.Δύσκολα επιτρέπουμε στους άλλους να μας δουν κατάματα και πιο δύσκολα χαρίζουμε εμείς το μικροσκόπιο που λέγεται εξομολόγηση.
Και όμως,αν και η μόνη που λυτρώνει,έστω για λίγο,αντ'αυτής επιλέγουμε να υποδυθούμε ένα ρόλο ώστε να είμαστε σίγουροι πως δεν θα μας αναγνωρίσουν.Η επίφαση θάλλει,το είναι και το φαίνεσθαι αποκαλύπτονται μέσα από χειρονομίες,χρωματισμούς της φωνής και βλέμματα.
Το μύχιο του εαυτού μας μένει καλά κρυμμένο στο σκοτάδι και όταν το "σώπα και εγώ θα καταλάβω" δεν έρχεται ποτέ,φοράμε το προσωπείο μας και ετοιμαζόμαστε για την παράσταση που αρχίζει.

"Φώτα παρακαλώ"!

Sunday, February 19, 2006

Μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου

Η στεντόρεια φωνή ήρθε,έξαφνα,να ταράξει τη συνηθισμένη ησυχία του δρόμου,αναγκάζοντας μας να στρέψουμε το βλέμμα στο σημείο απ'όπου ακούστηκε.Ένας γενειοφόρος άνδρας ντυμένος με κουρέλια,χειρονομώντας αδιαλείπτως και σκορπίζοντας αφειδώλευτα νεύματα,μιλούσε με πάθος σε ένα αόρατο ακροατήριο.Περπατούσε χωρίς να δίνει σημασία σε όσα συνέβαιναν δίπλα του,ήταν ψυχή τε και σώματι δοσμένος στη διάλεξη του και στους ακροατές της.
"Πάει,ξέφυγε αυτός"φώναξε ένας ψηλέας με ασύμμετρο πρόσωπο,κάπως επιδεικτικά,για να ανιχνεύσει στον περίγυρο τις επιδοκιμασίες στην παρατήρηση του.Κυρίως τον έκαιγε η προσμονή της συναίνεσης μιας τρυφερής ύπαρξης που στεκόταν παραδίπλα και απορημένη κοίταζε,μαζί με τους άλλους περαστικούς,τον παράδοξο κήρυκα.Αναρωτήθηκα αν αντί γι'αυτή την άκακη,αλαφροϊσκιωτη φιγούρα αντίκριζε την έξαψη ενός Ραγκόζιν,τα γυρισμένα μυαλά που τελούν 'εν βρασμώ ψυχής' ή που υποβάλλουν τα διαπιστευτήρια της δαιμονικής φύσης θα εξακολουθούσε η ανάλγητη στωμυλία ή θα έδινε τη θέση της σε λυμένα γόνατα;
Ο ξεχωριστός,μέσα στην έκσταση του,ντελάλης με έκανε να αναλογιστώ τις φορές που έχω συλλάβει τον εαυτό μου να υποτονθορύζει ασυνάρτητες σκέψεις,να πρωταγωνιστεί σε μια φανταστική σεκάνς που ο ίδιος φιλμάρει,κρατώντας,από ένα σενάριο που μεταγράφεται ακατάπαυστα,τις πιο αβανταδόρικες ατάκες,τις οποίες κοινοποιεί ασυναίσθητα σε άλλους περιπατητές.
Όμως αυτός ο παρεκβατικός χαρακτήρας του προσωρινά κλονισμένου θυμικού,δεν μπορεί να μου αποκαλύψει τι είναι αυτό που κόβει άπαξ και δια παντός το λεπτό νήμα της λογικής.Πόθεν προέρχεται το ισχυρό πλήγμα που αναγκάζει τον ψυχισμό να γλιστρήσει σ'έναν κόσμο απροσπέλαστο απ΄τον ορθολογισμό μας.Τι φως,τέλος πάντων,φέγγει στην καρδιά και το μυαλό αυτών των ανθρώπων;
Ένας ένας ξαναπήραμε το δρόμο μας,ο ρακένδυτος άνδρας άρχισε να ξεμακραίνει ώσπου η φωνή του έσβησε απ'τα αυτιά μας.
Μόνο οι μορφές οι χαραγμένες στο σαλεμένο του μυαλό,συνέχισαν να στέκουν ακόμη και να τον ακούνε.

Thursday, February 16, 2006

While my guitar gently weeps

Ανέκαθεν με χαρακτήριζε μια ασχετοσύνη όσον αφορά στη μουσική και δυστυχώς αυτή παραμένει έως σήμερα.Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι μουσική σπάνια ακουγόταν στο σπίτι και κυρίως ως συνοδεία κατά τη διάρκεια των γευμάτων.Αλλά και όταν συνέβαινε αυτό,περιοριζόταν στα αρχοντορεμπέτικα και στα κλαρίνα.Τα πρώτα δεν μου αρέσουν,τα δεύτερα ευχαριστιέμαι να τα ακούω στα πανηγύρια,στο χωριό μου.Όταν κάθομαι νυχτιάτικα στην αυλή και τα ακούω από μακριά,σαν απόηχο μιας γιορτής που σβήνει,σαν ένα παράπονο που το ακούς μαζί με τα αηδόνια στα ασημένια κλώνια.Αλλά στο σπίτι έμοιαζε κίβδηλο,παράταιρο.
Το μέγεθος της ασχετίλας μου ήταν τέτοιο που σε ερωτήσεις σχολικών λευκωμάτων σχετικά με το αγαπημένο μας τραγούδι εγώ απαντούσα ανερυθρίαστα,τα "παπάκια"!
Ώσπου ένα καλοκαίρι,παραθερίζοντας στο χωριό της μάννας μου,λίγο μετά το Δημοτικό,άκουσα μια κασέτα που είχε γράψει το ξαδερφάκι μου απ'τον ραδιοφωνικό σταθμό του Δοξάτου,ένα αφιέρωμα στα καλύτερα ροκ άλμπουμ όλων των εποχών.Το άλμπουμ που περιείχε το τραγούδι που δανείζει το όνομα του σ'αυτό το ποστ,δεν είχε τίτλο,ήταν απλά "το λευκό άλμπουμ".Αυτό με βόλευε πολύ γιατί μια άλλη παράμετρος της ασχετοσύνης μου ήταν η αδυναμία να θυμάμαι ονόματα και τίτλους.Προσπαθούσα να δώσω στους άλλους να καταλάβουν, ποιον καλλιτέχνη εννοούσα,με περιγραφικό τρόπο,ή να τους θυμίσω ένα τραγούδι,πιάνοντας τον ρυθμό.Εγώ,ο πιο φάλτσος και απ'τη μενεξεδιά.
Με το πρώτο άκουσμα,έμεινα αποσβολωμένος.Δεν έμοιαζε με τίποτε απ'όσα είχα ακούσει μέχρι τότε(τα ελαχιστότατα,έστω).Αν και βρισκόμουν σε μια τρυφερή ηλικία όπου δεν είχα ανακαλύψει τη χαρά του σεξ,ωστόσο οι σπασμωδικές και κοφτερές νότες της κιθάρας μού έρχονταν σαν κύματα πόθου που πλημμυρίζει δυο κορμιά καθώς κινούνται ρυθμικά,παραδομένα στην απόλαυση της ηδονής.Άκουγα ξανά και ξανά τη λειωμένη κασέτα.Αυτό το συγκρότημα και ένας άλλος τροβαδούρος,ο οποίος είχε πάρει το όνομα του από έναν Ουαλό ποιητή,υπήρξαν αποκάλυψη για μένα.Ίσως γιατί η απειροελάχιστη πληροφόρηση προερχόταν απ'τα κοριτσίστικα κόμικς που αγόραζαν οι ξαδερφές μου,όπου η μουσική ενημέρωση περιοριζόταν στην κριτική της φράντζας του τάδε τραγουδιστή ή στα περιοδικά των μεγαλύτερων ξάδερφων μου,με κάτι μαλλιάδες στο εξώφυλλο,όπου και εκεί το μόνο που διάβαζα και καταλάβαινα,ήταν οι τσακωμοί των αναγνωστών από αντίπαλα στρατόπεδα.
Εμένα όμως,με είχε σημαδέψει το ξέσπασμα στο σόλο της κιθάρας,το ιλλιγιώδες γλίστρημα των δαχτύλων πάνω στα τάστα,ο ήχος που έβγαινε σαν σπαρακτική κραυγή.
Τα χρόνια πέρασαν,στα εξώφυλλα των δίσκων δεν υπήρχαν μαλλιάδες,άλλά μπανάνες,κάποιοι παράξενοι Γερμανοί,με πιο παράξενη μουσική,γράφανε τραγούδια για τη ραδιενέργεια,ένας συμπαθής κύριος τραγουδούσε για ένα πράσινο κόσμο,μαύροι με τρομπέτες και σαξόφωνα μετρούσαν τις γουλιές μου,κάθε βράδυ.
Αργότερα με περίμενε το μεθυσμένο πιάνο του τύπου με την αλήτικη βραχνάδα στη φωνή και οι ηλεκτρικοί μονόλογοι ενός μαυροφορεμένου Αυστραλού.Την παρέα συμπλήρωσαν ένας ντροπαλός νέος που χόρευε σαν ξεχαρβαλωμένη μαριονέτα και ο λιπόσαρκος νεαρός με τα λουλούδια στην πίσω τσέπη του τζην.Δε θυμάμαι το όνομα του,"νόθο γιο της λύπης"τον αποκαλούσε ένα περιοδικό,μάλλον αυτό είναι.
Οψίμως,διασχίζοντας ένα πρωινό το κόσμο,μια καινούρια αγάπη χύθηκε σαν μέλι.Αυτή είχε σαν αποδέκτη τους λιγομίλητους που άφηναν τα ταξίμια να μιλήσουν γι'αυτούς,το μοναχικό "παπάκι" αυτή τη φορά και εκείνο το πανέμορφο κορίτσι που ψιθύριζε για τα μάτια,που και σκοτωμένα ακόμα,αγαπούσαν.Αλλά φοβισμένα.
Ξανακούω τώρα αυτά τα λόγια,αυτή τη μουσική που πρωτογνώρισα στην προεφηβεία μου.Το μαδαρό μου κεφάλι και τα περιττά κιλά μαρτυρούν την αλλαγή που έχει συντελεστεί,όμως η κατάνυξη παραμένει η ίδια.Η παρέα απ'το Λίβερπουλ συνεχίζει να με συγκινεί με το ίδιο πάθος.
(Απ'το διπλανό δωμάτιο έρχεται μια βαριά μυρωδιά και η φωνή των μικρότερων,τώρα,συγγενών μου)-"ξάδερφε τι κομματάρες είναι αυτές.Φτειαχτήκαμε με τη μουσική και είπαμε να το σκάσουμε.Ελπίζουμε να μη σε πειράζει"
"Κωλόπαιδα...Ας είναι.Οι παλιοί μου φίλοι σάς περιμένουν στον ουρανό με τα διαμάντια"

Friday, February 10, 2006

Άδεια ποτήρια

Ήταν αργά,περασμένες τρεις.
Κοιτούσε ανήσυχα το ρολόι σαν κάτι να είχε πάει λάθος.
Έβρεχε ασταμάτητα απ'το απόγευμα και έτσι έμεινε μέσα όλο το βράδυ.Έκανε κάποιες μικροδουλειές στο εργένικο της διαμέρισμα,όμως τώρα ο ύπνος δεν ερχόταν.Αν ο προσφιλής της νυχτερινός περίπατος δεν είχε αναβληθεί,θα την αποκοίμιζε η κούραση απ'την πεζοπορία ή τα όμορφα πρόσωπα των περαστικών που θα της είχαν εντυπωθεί στη μνήμη.
Τίποτα απ'αυτά δεν υπήρξε.
Στριφογύριζε στο κρεβάτι της κοιτάζοντας το λευκό ταβάνι.Κάτι την βασάνιζε,ήθελε να μιλήσει σε κάποιον,στον οποιονδήποτε.
Σηκώθηκε,ντύθηκε πρόχειρα και βγήκε στη Λένορμαν να βρει τηλέφωνο.Το περίπτερο ήταν κλειστό,ευτυχώς όμως πιο πέρα είδε ένα καρτοτηλέφωνο που λειτουργούσε.Έψαξε στο παλτό της,βρήκε μια τηλεκάρτα και άρχισε να πληκτρολογεί ένα-ένα τα νούμερα.
Στο τρίτο ψηφίο σταμάτησε,δεν ήξερε πώς να συνεχίσει.Αισθανόταν πως δεν υπήρχε κανείς να την ακούσει,να του πει αυτά που την έπνιγαν.
Ίσως μόνο ο έρημος δρόμος μπορούσε να καταλάβει.
Ξαναπροσπάθησε,όμως πάλι δίστασε.
Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα έτσι,ακινητοποιημένη με τα δάχτυλα της να ακουμπάνε ανεπαίσθητα τα πλήκτρα.
Προτού κρεμάσει το ακουστικό,οι λυγμοί της δεν την άφησαν ποτέ
ν'ακούσει το βούισμα του.
Την ξέρω χρόνια,δεν έτυχε όμως να μου αναφέρει το περιστατικό,παρά μόνο πρόσφατα,όταν στη διάρκεια μιας κουβέντας που είχαμε,και ενώ τα πίναμε,τη ρώτησα πώς γίνεται να είναι τόσο αυτάρκης,να δείχνει άτρωτη και απρόθυμη να ανήκει κάπου και να μοιράζεται.Από που αντλούσε τη δύναμη να υπομένει το μονήρη βίο της;Υποψιάζομαι πως αν δεν ήταν το αλκοόλ που της έλυσε τη γλώσσα και η κοινή μας αγάπη γι'αυτό,δεν θα μου φανέρωνε τίποτα."Τι μου θύμισες τώρα,μάτια μου.Ορκίστηκα να μην το ξαναπεράσω,άντε τώρα στην υγειά σου"μου είπε καθώς αδειάζαμε το τέταρτο ποτήρι απ΄το πεπαλαιωμένο Jameson.
Ξαφνικά ένιωσα μια απέραντη στοργή γι'αυτή τη νεαρή γυναίκα,τη φαντάστηκα να στέκεται ολομόναχη μέσα στη νύχτα,λίγο πάνω,λίγο κάτω απ'τα είκοσι,παραδομένη στη δυνατή νεροποντή και μόνο αυτό που κυλούσε κάτω απ'τα μάτια της,δεν ήταν οι σταγόνες της βροχής.
"Στην υγειά σου και σε σένα,καλή μου φίλη"

Monday, February 06, 2006

Τα κομπιουτεράκια

Όταν η κλεψύδρα αρχίζει να λιγοστεύει,η Λογιστική κολλάει ένσημα.Νοερά ισοζύγια και φανταστικά καθολικά καταμετρούν τα κέρδη και τις χασούρες μας,τις επιτυχίες και τα λάθη,τις απώλειες,τις πληγές.
Μόνο που εδώ δεν χωρούν διορθώσεις και αντιλογισμοί.Ό,τι γράφει,δεν ξεγράφει.Αν και άυλα τα μεγέθη,βρίσκουν τον τρόπο τους να αποτιμηθούν:τετραγωνικά μέτρα σπιτιών,κυβικά εκατοστά για αυτοκίνητα,μηδενικά σε βιβλιάρια καταθέσεων,άδεια μπουκάλια και γεμάτα τασάκια,νύχτες αγρύπνιας.
Ο χρόνος είναι κοινός παρονομαστής όμως διαφορετικά μετρούν τα δάχτυλα απ'τους άβακες και αυτοί από τις αριθμομηχανές.Τα χρόνια που περάσαμε σκυμμένοι πάνω από κιτρινισμένα βιβλία,οι φορές που ξημερωθήκαμε δίπλα σε πάλλευκα γυναικεία κορμιά,οι άχαρες μέρες που οι φίλοι μας τις έκαναν υποφερτές,οι ώρες αναμονής έξω από μαιευτήρια.Ο καθένας από μας,προσδιορίζει τη βαρύτητα και τα στοιχεία που συμπληρώνουν τη λίστα του.Ανόμοια περιστατικά,ξεχωριστές καταστάσεις και διαθέσεις που σαν κομμάτια ενός παζλ,ενώνονται κάποια στιγμή για να σχηματίσουν μια εικόνα-τη δική μας.
Άραγε όταν έρθει εκείνη η ώρα θα μπορέσουμε να αντικρίσουμε το νούμερο που θα φανεί στη σούμα ή θα βρεθούμε στη θέση του αμνησιακού Τσάκωνα:"Έξι χρόνια στο δημοτικό και έξι χρόνια γυμνάσιο και λύκειο..."

Saturday, February 04, 2006

Και,μνήμη,ό,τι μπορείς φέρε μου πίσω απόψε

"Κυψελάκι" λέγεται το μικρό μαγέρικο στον λόφο,απέναντι απ'το παλιό τζαμί και ο μικρός Χρήστος καθόταν πίσω απ'την Νανά στον κινηματογράφο που είχε το ίδιο όνομα,την έβλεπε να χαμογελάει και ήξερε πως ήταν ερωτευμένος,όπως ήξερε πως μία είναι η ομάδα-ο Παναθηναϊκός.Όμως τώρα έβλεπε μόνο τη Νανά που γύριζε προς τα πίσω και τον κοιτούσε και αυτή,τα βλέμματα τους αντάμωναν,τα ματιά δυο παιδιών που είναι ευτυχισμένα χωρίς να ξέρουν γιατί,εγώ ξέρω ότι ο έρωτας είναι δυστυχία,τα παιδιά όμως δεν το γνώριζαν αυτό,στο "κυψελάκι"όλα ήταν ωραία ,οι μεγάλοι που παρακολουθούσαν την ταινία δεν έβλεπαν τα δυο παιδιά,τι να καταλάβαιναν άλλωστε,ακόμα και ο Γιάννης με τη Ρέα που στέκουν πιο πίσω δεν μπορούσαν να καταλάβουν,ούτε βέβαια και τα ίδια γιατί το "κυψελάκι" δεν είχε γκρεμιστεί ακόμα,γιατί δεν ήξεραν πως θα πήγαιναν χωριστά διακοπές και δεν θα αντάμωναν ξανά,γιατί και οι φωνές των ηθοποιών δεν αντηχούσαν σαν μια παλιά,ξεχασμένη μελωδία.
Βλέπω τώρα το μικρό τσιγγανάκι να τριγυρνάει μόνο του στη μικρή πλατεία των Μεταξάδων,η μάννα του το φωνάζει να γυρίσει στο σπίτι,διαλύοντας τη μεσημεριάτικη ησυχία,ο μικρός με κοιτάζει και φεύγει χωρίς να μου πει τελικά το όνομά του.
Είναι ωραία εδώ,στην εσχατιά της Ελλάδας,δυο βήματα απ'τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα,φυσάει δυνατά,ο αέρας παρασέρνει τις λέξεις στο γράμμα,με πλησιάζει μια γιαγιά και με ρωτάει τι κάνω εκεί.Ούτε και 'γω ξέρω τι γυρεύω σ'αυτό το ακριτικό χωριό το γεμάτο ρημάδια,το άδειο από φωνές.
Θέλω να φάω κάτι γλυκό,όμως το παλιό παντοπωλείο με την επιγραφή:"Γενικόν Εμπορικόν-η Ελβετία" είναι κλειστό.Συνεχίζω το γράμμα για τους δικούς μου στην Αθήνα,ο άνεμος δυναμώνει την αντίσταση του στο στυλό,σημειώνω τις λιγοστές αράδες στο χαρτί καθώς ονειρεύομαι τους φίλους μου,το σπίτι μου στην Ακαδημία Πλάτωνος,το πρόσωπο της μπέμπας,δεν γράφω για άγονους έρωτες και για αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες,
γράφω για τη ζωή,για την πλάνη της,
γράφω για σένα και για μένα.

Διδυμότειχο,1998
(πέντε χρόνια πριν,έφυγε ο Χρήστος Βακαλόπουλος)

Thursday, February 02, 2006

Ασθενείς και (συν)οδοιπόροι

Σάββατο βράδυ,ανοίγουνε στο δρόμο σα λουλούδια οι
απλές καρδιές,παθητικά ν'ανέβουνε τραγούδια..
Αν αυτό ισχύει,τότε every day is like Saturday.Και η απόφαση μου να εκμεταλλευτώ τα οφέλη της χθεσινής σχόλης μετατράπηκε αυθωρεί σε δίλημμα:Ή κάποιο από τα λιγοστά βιβλία μου θα επαναπροσδιόριζε τη χαμένη αίσθηση της αφής ή ο λιωμένος δρόμος θα υπέμενε τα βήματα ενός ακόμα διαβάτη,καθώς και το μοναχικό του,φάλτσο τραγούδι.Η ζυγαριά έγειρε προς τη μεριά του πρώτου.Σ'αυτό συνέβαλλαν,το δίχως άλλο,τα κιλά σκόνης που έχουν σκεπάσει τα εξώφυλλα των βιβλίων.
Στο βιβλίο του R.Heilbroner-"Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου"ξανασυνάντησα παλιούς γνωστούς από τα πρώτα εξάμηνα(Smith,Ricardo,Keynes)βρήκα όμως και κάποιους που δεν γνώριζα.Ένας απ'αυτούς,o Thornstein Veblen γράφει κάπου:"Οι κατώτερες τάξεις δεν βρίσκονται στα μαχαίρια με τις ανώτερες:τις ενώνουν οι άυλοι αλλά γεροί σαν ατσάλι δεσμοί των κοινών αντιλήψεων.Οι εργάτες δεν επιζητούν να εκτοπίσουν τα αφεντικά τους,αλλά να τα μιμηθούν.Συμμερίζονται και αυτοί τη γενική αντίληψη ότι η δουλειά που κάνουν είναι κατά κάποιο τρόπο λιγότερο αξιοπρεπής από τη δουλειά των ανωτέρων τους και ο στόχος δεν είναι να ξεφορτωθούν μια ανώτερη τάξη,αλλά να ανέλθουν σ'αυτήν"
Στο ίδιο κλίμα κινείται και ο λόγος του Μπερντγιάγιεφ:"Οι αστικές ιδεολογίες όχι μόνο αποκρύπτουν αυτήν την πάλη(την ταξική) αλλά αρνούνται ακόμα και την ύπαρξη των τάξεων.Στις αστικο-δημοκρατικές κοινωνίες όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι όσον αφορά τα δικαιώματα.Οι κάστες απώλεσαν τα προνόμια τους,ο φτωχός μπορεί να γίνει εκατομμυριούχος,ο εκατομμυριούχος μπορεί να γίνει φτωχός,από νομική και πολιτική σκοπιά δεν τους χωρίζει καμιά διαφορά...σοβεί μονάχα μια ατομική πάλη,όπου η νίκη στέφει όχι μόνο τον πιο ισχυρό αλλά επίσης και τον πιο χρήσιμο,ως ανταμοιβή κάποιων αρετών".
Δεν ξέρω αν αυτά εκφράζουν ακόμα μιαν αλήθεια,δεν μπορώ να την αντικρίσω πάντως,όχι απόψε.Έτσι θέτω σε εφαρμογή τη δεύτερη επιλογή.
Ντύνομαι βιαστικά,κλείνω την πόρτα και εξορίζομαι στην κεντρική λεωφόρο,νιώθοντας στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη,στα χέρια το παλτό στ'ανεσταμμένο πρόσωπο η σελήνη.Τα πρώτα φώτα έχουν ανάψει στην Κων/πόλεως,η συστοιχία με τις λεύκες φανερώνει την προοπτική του δρόμου,ορίζοντας μια γνώριμη ευθεία γραμμή.Τα τρένα χάνονται γρήγορα απ'τα μάτια μου,τα πρόσωπα των λιγοστών επιβατών περνούν φευγαλέα σαν μια στιγμή που εξαίσια θα λάμψει.
Κάπως έτσι μοιάζουν και οι μορφές των ανθρώπων που έχω γνωρίσει τα τελευταία χρόνια.Πανεπιστήμιο,στρατός,δουλειές.Όλα φαίνονται άυλα και μακρινά.Αν η ζωή του καθενός είναι ένας δρόμος που στην πορεία συναντιέται με άλλους,τότε αυτός ο δρόμος γνωρίζει,δένει,χωρίζει όπως πολύ ωραία το λέει ο φαντάρος στο "Ουρανό" του Τάκη Κανελλόπουλου.
Συνέχισα τη βόλτα μου,απ'το σπιτάκι του ΟΣΕ μου ήρθε το άρωμα του φρεσκοψημένου καφέ.Ο φύλακας δυνάμωσε την ένταση στο μικρό του ραδιοφωνάκι για να ακουστεί η ψιλή φωνή του Τσιτσάνη.
Μακάριοι οι πτωχοί..γενικώς.
Η πολύωρη πεζοπορία μου με οδήγησε στον περιφερειακό του Φιλοπάππου.Με ξεκουράζει αυτός ο δρόμος.Ανάβω ένα τσιγάρο και στέκομαι για λίγο να απολαύσω την ησυχία.Η μόνη μου συντροφιά είναι ο νυχτερινός ουρανός και ο ξεθωριασμένος ήχος της τηλεόρασης από μακρινές πολυκατοικίες.
Στα Άνω Πετράλωνα το σκηνικό άλλαξε(να σημειώσω ότι περνάω πολύ συχνά απ'αυτήν την περιοχή.Τα λιθόχτιστα σπίτια που εξαπίνης με μεταφέρουν στο χωριό μου,περιμένουν τις αμυγδαλιές στον κήπο τους να ανθίσουν,τα ρόδια να γείρουν στοργικά προς το χώμα.Και 'γω το ίδιο,περιμένω μαζί τους).
Πιο κάτω ολοφώτιστα ταβερνεία και μισοσκότεινα μπαρ βρίσκουν το κοινό τους σημείο στις φωνασκίες που τα αναστατώνουν.Σαν το σκυλί που αλυχτάει έξω απ'το συφοριασμένο σπίτι στέκει ο μπεκιάρης μπροστά στις ανοιχτές πόρτες που προδίδουν τον ήχο του γέλιου,το τσούγκρισμα των ποτηριών,τη μέθεξη στον καημό ενός τραγουδιού.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο,η διάχυτη συντροφικότητα ή η γλυκερή ευδαιμονία.Σε κάθε τέτοια ομήγυρη συνήθως αναβάλλονται επ'αόριστον οι σκοτούρες,η αγωνία της καθημερινότητας αντικαθίσταται από αυτοσχέδια επιθεωρησιακά νούμερα που μόνο η ομοτράπεζη σύμπνοια ξέρει να σκηνοθετεί.
Κάτω απ'την ίδια στέγη συναγελάζονται λογιών-λογιών τύποι.Εκτός από τους εύπορους αστούς που αναζητούν το αυθεντικό ή ίσως το λιγότερο ξεζουμισμένο lifestyle και τους κουλτουριάρηδες υπάρχουν υποσχόμενοι φοιτητές,κουμαρτζήδες απ'τους διπλανούς καφενέδες,άνθρωποι του μεροκάματου,λαϊκοί άγιοι που η απλότητα φέγγει στο πρόσωπό τους σαν καντήλι.Θιασώτες της καλοπέρασης,ξορκίζουν την ανέχεια με τη δαψίλεια των πιάτων.Το πενιχρό για πολλούς εισόδημα αναλώνεται σε ένα μεγάλο μέρος για φαγητό,αν αυτό είναι και πασπαλισμένο με παρεϊστικη διάθεση,καθίσταται νοστιμότερο.Παρ'όλα αυτά εξακολουθεί να παραμένει ένα ανησυχητικό σημάδι των καιρών.
Ίσως να είχες δίκιο ξάδερφε όταν έγραφες:Κακός πολύ ο γλυκός
θάνατος.Στη θάλασσα ανοίγουν τα μάτια,στο μέλι,όμως,τίποτα
.
Η ώρα έχει περάσει,είναι αργά σκέφτομαι την πλήξη μου,όταν δεν πάω πουθενά,όταν δεν κάνω τίποτα*,τα 7,5 ευρώ στη δεξιά κωλότσεπη,το αδίστακτα αμετάβλητο νούμερο στο πινακάκι της ΣΣΕ,το μισοάδειο πακέτο των dunhill,το κρεβάτι μου που θα με υποδεχθεί και πάλι νικημένο.
Οι φωτισμένες καμινάδες στο Γκάζι ορθώνονται πιο πέρα.Ζεστή,αισθαντική φρυκτωρία από ένα ψυχρό,βιομηχανικό χώρο.Τριγύρω οι ίδιοι με τους προηγούμενους άνθρωποι,ενσαρκώνουν αυτό που σημειώνει ο Παν.Κονδύλης-"Όπως ο σύγχρονος καταναλωτής τείνει όλο και περισσότερο να προτιμά την άμεση,έστω και παροδική απόλαυση από την κατοχή διαρκών αγαθών,έτσι και το Εγώ με τις εμπειρίες του δεν γίνεται αντιληπτό ως οργανωμένο Όλο με πάγια περιγράμματα και άμεσα ορατή ιεραρχική διάρθρωση,παρά μάλλον ως αλυσίδα ισότιμων βιωμάτων,τα οποία συναρτώνται μεταξύ τους μάλλον συνειρμικά παρά λογικά".
Είμαι και 'γω ένας απ'αυτούς,τους συμπαθώ,συνεχίζουν να γεύονται τις μικροχαρές,να φλερτάρουν,να ερωτεύονται,να αφήνουν τη ζωή
να κάνει τον κύκλο της.
Ελάτε λοιπόν.Εσείς,που έχετε τη δύναμη και την ομορφιά,εδώ στέκομαι ακόμα.Ξαφνιάστε με.





*Την πλήξη...τίποτα(από κείμενο του Ν.Γ.Ξυδάκη)σε παλιό τεύχος του αθηνοράματος

Οι Αναγνωστάκης,Καρυωτάκης,στέρεο νόβα συνέδραμαν